Σακχαρώδης Διαβήτης
Η ιστορία του Σακχαρώδη Διαβήτη έχει τις ρίζες της στα προχριστιανικά χρόνια, με σχετικές καταγραφές σχετικές στο χειρόγραφο-πάπυρο Ebers, ο οποίος συμπυκνώνει γνώσεις της αρχαίας αιγυπτιακής ιατρικής, που χρονολογούνται πριν από το 1500πχ. Το όνομα Ebers προέρχεται από τον αρχαιολόγο που έφερε τον πάπυρο στο φως, ενώ ο ίδιος ο πάπυρος φυλάσσεται σε Ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο.
Ο Αρεταίος (2ος αιώνας μΧ) ονομάζει για πρώτη φορά το κλινικό σύνδρομο πολυουρίας και απίσχνασης «Διαβήτη», από το ρήμα «διαβαίνω», στο βιβλίο «Περί αιτιών και σημείων οξέων και χρόνιων παθών»: «Ο Διαβήτης είναι μια εντυπωσιακή αρρώστια… Χαρακτηρίζεται από υγρή και ψυχρή σύντηξη της σάρκας και των άκρων, που αποβάλλονται με τα ούρα. Τα νεφρά και η κύστη αποβάλλουν ασταμάτητα και σε μεγάλα ποσά, ούρα. Η δίψα είναι αχαλιναγώγητη. Η φύση της νόσου είναι χρόνια, αν και ο άρρωστος δεν επιζεί επί πολύ, γιατί όταν η νόσος πλήρως εξελιχθεί, γρήγορα έρχεται ο μαρασμός και ο θάνατος».
Πολύ αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισαν να γίνονται κατανοητοί οι μηχανισμοί της εμφάνισης του διαβήτη και ο κεντρικός ρόλος του παγκρέατος, και τελικά η ιστορία γράφτηκε το 1922, χρονιά που το πρώτο εκχύλισμα ινσουλίνης χρησιμοποιήθηκε σε παιδί με διαβήτη τύπου 1, και, όπως περιγράφεται, «το ανέστησε» (Frederick Banting, Charles Best, J.J.R. Macleod, J.B. Collip).
Τι είναι ο Διαβήτης;
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι ένα κλινικό-μεταβολικό σύνδρομο, με συγκεκριμένες κλινικές και εργαστηριακές εκδηλώσεις, με βάση τις οποίες γίνεται αντιληπτός και διαγιγνώσκεται. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η αύξηση του σακχάρου του αίματος, η ινσουλινοαντίσταση, και η ανεπάρκεια ινσουλίνης. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται μόνο για διαταραχή του σακχάρου, αλλά συνολικά του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπιδίων και των πρωτεϊνών. Τα κεντρικά όργανα που εμπλέκονται στην εμφάνιση διαβήτη είναι το ήπαρ και το πάγκρεας, ενώ σημαντικό ρόλο στην όλη διαταραχή παίζουν ο λιπώδης και ο μυϊκός ιστός, καθώς και το έντερο με το μικροβίωμα του.
Η υποψία διαβήτη μπορεί να τεθεί από τον ίδιο τον πάσχοντα που έχει τα συμπτώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι ήπια και η νόσος διαδράμει καταρχήν χωρίς έντονες εκδηλώσεις, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι εξαρχής έντονα, με έντονη δίψα, πείνα, πολυουρία και πολυφαγία, απώλεια βάρους και αδυναμία, εώς και υπνηλία ή κώμα.
Η ένταση των συμπτωμάτων και η ηλικία εμφάνισης, εξαρτώνται από τον τύπο του διαβήτη. Στον διαβήτη τύπου 1 τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται οξέως σε μικρή ηλικία και είναι έντονα. Στον διαβήτη τύπου 2 τα συμπτώματα καταρχήν μπορεί να απουσιάζουν και η διάγνωση να γίνει τυχαία σε εξετάσεις αίματος, ή από επιπλοκές από το καρδιαγγειακό σύστημα. Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες, αν και τα τελευταία χρόνια, λόγω της παχυσαρκίας και της έλλειψης άσκησης σε μικρότερες ηλικίες, παρουσιάζεται σε εφήβους ή νεαρούς ενήλικες.
Άλλοι τύποι διαβήτη είναι ο νεογνικός ΣΔ και ο διαβήτης MODY (Maturity Onset Diabetes of the Young), καθώς και ο τύπου LADA (Latent Autoimmune Diabetes in Adults), ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις διαβήτη που οφείλονται σε φάρμακα, λοιμώξεις ή γενετικά σύνδρομα.
Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση τίθεται με συγκεκριμένα κριτήρια, ενώ για τη σαφή ταυτοποίηση του τύπου του διαβήτη μπορεί να χρειαστούν ειδικές εξετάσεις προσδιορισμού αντισωμάτων.
Σύμφωνα με την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία (ΕΔΕ) και την αντίστοιχη Αμερικανική (ADA), τα κριτήρια διάγνωσης Σακχαρώδους Διαβήτη είναι τα εξής:
- Γλυκόζη πλάσματος νηστείας ≥126 mg/dL
- Γλυκόζη πλάσματος 2 ωρών (κατά τη δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη 75 γρ.) ≥200 mg/dL
- Τυχαία μέτρηση γλυκόζης πλάσματος ≥200 mg/dL με τυπικά συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία, ανεξήγητη απώλεια βάρους)
Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) είναι επίσης μια εξέταση που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του διαβήτη, με όριο διάγνωσης το 6.5%. Δεν αρκεί από μόνη της για να τεθεί η διάγνωση, αν και, όταν είναι αυξημένη, αποτελεί ένδειξη παρουσίας χρόνιας υπεργλυκαιμίας, αντικατοπτρίζοντας το μέσο όρο της γλυκόζης αίματος για το προηγούμενο χρονικό διάστημα 2-3 μηνών. Για το λόγο αυτό δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνεται συχνότερα από μεσοδιάστημα 3 μηνών.
Τι είναι ο Προ-διαβήτης;
Ο «προδιαβήτης» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει διαταραχή της γλυκόζης (σακχάρου) η οποία μπορεί τελικά να οδηγήσει σε Σακχαρώδη Διαβήτη.
Για τη διάγνωση του «προδιαβήτη» τα κριτήρια είναι τα εξής:
- Γλυκόζη πλάσματος νηστείας 100-125 mg/dL (κατά άλλους 110-125)
- Γλυκόζη πλάσματος 2 ωρών (κατά τη δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη 75 γρ.) 140-199 mg/dL
Σε ότι αφορά τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c), το όριο για διάγνωση προδιαβήτη είναι 5.7%. Όμως, η εξέταση δεν έχει καθιερωθεί διεθνώς ως αξιόπιστη και δεν πρέπει να τίθεται διάγνωση βασισμένη μόνο στην γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.
Η παρουσία προδιαβήτη δεν σημαίνει οπωσδήποτε εξέλιξη σε διαβήτη, αλλά ούτε είναι αθώα κατάσταση. Πρέπει να συνεκτιμηθούν παράγοντες όπως το οικογενειακό ιστορικό, το βάρος σώματος, η διατροφή, ψυχολογικοί παράγοντες και τρόπος ζωής, και τυχόν άλλα προβήματα υγείας, ώστε να εκτιμηθεί τελικά ποιός είναι ο κίνδυνος εξέλιξης σε διαβήτη και ποιά μέτρα πρέπει να ληφθούν για την αποφυγή εμφάνισης διαβήτη στο μέλλον.